καθημερούσιος

καθημερούσιος
-α, -ο (Μ καθημερούσιος, -ον)
1. ο καθημερινός
2. (το ουδ. ως επίρρ.) καθημερούσιο(ν)
καθημερινά.
επίρρ...
καθημερούσιως (Μ)
καθημερινά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ἡμερ-ούσιος «καθημερινός»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”